- θορυβάζῃ
- θορυβάζομαιto be troubledpres subj mp 2nd sgθορυβάζομαιto be troubledpres ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θορυβάζομαι — (Α) [θόρυβος] θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ) … Dictionary of Greek